- κατανίκηση, η
- κατανίκηση, η, θριαμβευτική νίκη, κατατρόπωση, κατασύντριψη του εχθρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατανίκηση — η η πλήρης νίκη, η κατατρόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατανικώ. Η λ., στον λόγιο τ. κατανίκησις, μαρτυρείται από το 1878 στον Παν. Κ. Γρατσιάτο] … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… … Dictionary of Greek
κατακράτηση — Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει όποιος στερεί την ελευθερία άλλου, κλείνοντάς τον σε περιορισμένο χώρο παρά τη θέλησή του ή περιορίζοντας τις κινήσεις του κατά οποιονδήποτε τρόπο. Τιμωρείται με φυλάκιση, ανάλογα με τη διάρκειά της. Οι νόμοι… … Dictionary of Greek
καταπάλαισις — καταπάλαισις, ἡ (Μ) [καταπαλαίω] κατανίκηση … Dictionary of Greek
καταπολέμηση — η (AM καταπολέμησις) [καταπολεμώ] 1. καθυπόταξη με πόλεμο, κατανίκηση, υπερίσχυση, επικράτηση πάνω σε κάποιον ή κάτι («καταπολέμηση τού εχθρού») 2. ενέργεια ενάντια σε κάποιον ή σε κάτι, αγώνας για καταστολή ή εξόντωσή του (α. «καταπολέμηση τού… … Dictionary of Greek
κατατρόπωση — η (Μ κατατρόπωσις) [κατατροπώ] η κατανίκηση και τροπή σε φυγή, η συντριβή … Dictionary of Greek
πρωτομαγιά — Η μόνη ελληνική λαϊκή γιορτή που δεν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Είναι η πρώτη ημέρα του Μαΐου, που γιορτάζεται και από την παραμονή. Την Π. πωλούνται και στεφάνια από άνθη. Παλαιότερα, τα στεφάνια αυτά τα έπλεκαν με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων,… … Dictionary of Greek
στρατήγημα — το, ΝΑ [στρατηγώ] 1. ενέργεια στρατηγικής ευφυΐας, ευφυές στρατηγικό τέχνασμα, μέτρο για την εξαπάτηση και, αν είναι δυνατόν, κατανίκηση τού αντιπάλου 2. μτφ. απατηλός τρόπος ενέργειας, πανουργία αρχ. 1. ενέργεια στρατηγού 2. (στον πληθ. ως κύριο … Dictionary of Greek
τροπή — η, ΝΜΑ 1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή 2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση 3. ηλιοστάσιο 4. μεταστροφή, αλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η») 2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή… … Dictionary of Greek